NEWSLETTER

Συπληρώστε το email σας
για να λάβετε τις προσφορές
και τα νέα της Bookstation

Κατηγορίες / . / Λογοτεχνία / Λόγοι, δοκίμια, διαλέξεις / Νήσος Σαχαλίνη

SΜΑSΗ CUΤ ΡΒ

Νήσος Σαχαλίνη
?ντον Τσέχοφ

Εκδόσεις
Λέμβος

ISBN: 978-618-809-589-2
Σελίδες: 624
Σχήμα: 14 x 21 cm
Εξώφυλλο: χαρτόδετο
Ημερομηνία έκδοσης: 2015

Τιμή | 18 €

προσθήκη στο καλάθι

 Το οδοιπορικό "Νήσος Σαχαλίνη" του μεγάλου Ρώσου πεζογράφου και θεατρικού συγγραφέα ?ντον Τσέχοφ, που καταγράφει τα φοβερά κάτεργα επί Τσάρου και εκδόθηκε το 1895 στην Ρωσία, κυκλοφορεί για πρώτη φορά στην Ελλάδα από τις εκδόσεις Λέμβος σε μετάφραση της Ελένης Κατσιώλη.

Πρόκειται για ένα ξεχωριστό έργο, που ο ίδιος το θεωρούσε το σπουδαιότερό του. Συνδυάζοντας αφηγηματική αμεσότητα, παραστατικές εικόνες, ελκυστικούς διαλόγους, ιστορικά γεγονότα και στατιστικά στοιχεία, αποτέλεσε για την εποχή του ένα βιβλίο-γροθιά στη ρώσικη κοινωνία, που μάθαινε πως αυτό το νησί το οποίο απέχει 9.400 χιλιόμετρα από τη Μόσχα ήταν μια επίγεια κόλαση για βαρυποινίτες και πολιτικούς κρατούμενους-εχθρούς του τσαρικού καθεστώτος.

Ο Τσέχοφ αποφάσισε να κάνει το ταξίδι αυτό το 1890, σε ηλικία 30 ετών, κάνοντας τρεις μήνες να πάει και τρεις μήνες να γυρίσει, αφού έμεινε εκεί άλλους τρεις μήνες. Επέστρεψε στην ρώσικη πρωτεύουσα αρχές Δεκέμβρη, παίρνοντας το πλοίο μέσω Σιγκαπούρης και Κεϋλάνης, για να φτάσει στην Οδησσό δια μέσου του Ινδικού ωκεανού και της διώρυγας του Σουέζ. Κίνητρό του , όπως έχει γράψει ο ίδιος, ήταν να υπηρετήσει παράλληλα με την συγγραφή και την ιατρική επιστήμη την οποία είχε κατά κάποιο τρόπο παραμελήσει και αυτό το πόνημά του θα το κατέθετε ως επιστημονική διατριβή στην ιατρική σχολή. Όμως η εργασία του - παρά τα πλούσια υγειονομικού ενδιαφέροντος ευρήματα - απορρίφθηκε γιατί ήταν γραμμένη λογοτεχνικά.

Ήταν ο μοναδικός Ρώσος συγγραφέας που τόλμησε να φτάσει στην παγωμένη Σιβηρία και από εκεί στην τρομερή Σαχαλίνη όπου τον Ιανουάριο επικρατούσαν μείον 20 βαθμοί.

"Και τι αποστολή ήταν αυτή που ανέθεσε ο Τσέχοφ στον εαυτό του!", τονίζει στον πρόλογο ο Στέλιος Ελληνιάδης. "Να σηκωθεί να πάει μόνος του στη Σαχαλίνη για να κάνει απογραφή των καταδίκων που ζουν στο νησί! Χωρίς κρατική εντολή, ούτε καν μια άδεια, σε μια εποχή που ο αυταρχισμός ήταν απόλυτος, με δικά του έξοδα, αφού η εφημερίδα στην οποία έγραφε αρνήθηκε να χρηματοδοτήσει το ταξίδι του, χωρίς υπηρέτες και σωματοφύλακες, να περνάει από κακοτράχαλα μέρη χωρίς βοήθεια και προστασία, με την οικογένειά του να φοβάται ότι δεν θα καταφέρει να γυρίσει -αν και η αδερφή του Μάσα και η φίλη του Μιζίνοβα τον βοήθησαν πάρα πολύ στην προετοιμασία του ταξιδιού- και με τη φυματίωση να τον βασανίζει χωρίς αυτός να διαμαρτύρεται.

Στα τριάντα του, με σπουδές στην ιατρική, πετυχημένος συγγραφέας, βασίζεται στη θέλησή του και δεν επικαλείται ούτε τον θεό ούτε το κράτος για να υπερβεί τις τρομερές δυσκολίες που αντιμετωπίζει σε κάθε βήμα αυτής της τρομερής περιπέτειας, που έχει τρία σκέλη. Το πρώτο είναι το ταξίδι του πηγεμού, που διεξάγεται με τρένα, ατμόπλοια και άμαξες, μέσα από στέπες, δάση, βουνά, ποτάμια, λίμνες, βάλτους, χωριά, πόλεις και θάλασσες, με δρόμους γεμάτους λακκούβες και λάσπες, με καιρικές συνθήκες δυσμενέστατες και ανθρώπους που ζουν με πολύ διαφορετικό τρόπο από τον εκλεπτυσμένο συγγραφέα.

Αλλά μ' αυτό το ταξίδι βλέπει ο ίδιος πώς φτάνουν οι εξόριστοι στη Σαχαλίνη και ταυτόχρονα γνωρίζει από πρώτο χέρι τη φύση της Σιβηρίας αλλά και τα ήθη και τα έθιμα των κατοίκων της, μια εμπειρία που καμία περιγραφή δεν μπορεί να αντικαταστήσει. Να σημειωθεί ότι οι καταδικασμένοι στην εξορία κάνουν την ίδια διαδρομή με τα πόδια, κάνοντας δύο με τρία χρόνια για να φτάσουν στο κάτεργο -όσοι βέβαια αντέξουν αυτή την ταλαιπωρία αλυσοδεμένοι και φρουρούμενοι!".

Το έργο πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Ρωσική σκέψη" το 1893-94. Tο 2014 ανέβηκε σε θεατρική μορφή στο Λονδίνο από το βρετανό νευροεπιστήμονα Τζόναθαν Κόουλ, καθώς συνιστά και στην εποχή μας μια κραυγή διαμαρτυρίας για τις απάνθρωπες συνθήκες των κρατουμένων όπου γης.

Το βιβλίο θα κυκλοφορήσει την ερχόμενη βδομάδα.

ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΟΣ

   Η Σαχαλίνη βρίσκεται στην Αχοτσκική θάλασσα και με τον όγκο της χωρίζει τον ωκεανό από την Ανατολική Ακτή της Σιβηρίας και από την είσοδο του Δέλτα του Αμούρ. Είναι μακρόστενη, και το σχήμα της, από Βορρά προς Νότο, κατά την άποψη ενός συγγραφέα θυμίζει οξύρρυγχο. Το βόρειο τμήμα της Σαχαλίνης, που διασχίζεται από μια ζώνη παγωμένου εδάφους, βρίσκεται στο ίδιο πλάτος με την περιφέρεια του Ριάζαν και τη νότια Κριμαία. Το μήκος της είναι 900 χιλιόμετρα, το μέγιστο πλάτος της 125 και το ελάχιστο 25. Είναι δύο φορές μεγαλύτερη από την Ελλάδα και μιάμιση φορά μεγαλύτερη από τη Δανία.

   Η παλιότερη διαίρεση της Σαχαλίνης σε Βόρεια, Μέση και Νότια δεν ήταν βολική, κι έτσι τώρα διαιρείται μόνο σε Βόρεια και Νότια. Το επάνω τρίτο του νησιού, εξαιτίας των κλιματικών συνθηκών και της εδαφικής μορφολογίας, είναι ακατάλληλο για εγκατάσταση και γι' αυτό δεν λογαριάζεται. Το μεσαίο τμήμα ονομάζεται Βόρεια Σαχαλίνη, το κάτω Νότια και δεν υπάρχουν καθορισμένα όρια μεταξύ τους. Οι κατάδικοι ζουν στη Βόρεια Σαχαλίνη, κοντά στις όχθες των ποταμών Ντούικα και Τίμι. Ο Ντούικα χύνεται στον πορθμό Τατάρσκι και ο Τίμι στην Αχοτσκική θάλασσα. Και οι δύο ποταμοί απεικονίζονται στο πάνω μέρος του χάρτη. Στις δυτικές ακτές οι κατάδικοι ζουν σε μια μικρή έκταση πάνω και κάτω από τις εκβολές του ποταμού Ντούικα. Διοικητικά η Βόρεια Σαχαλίνη διαιρείται στους νομούς Αλεξάντροφσκι και Τίμοφσκι.

   Αφού διανυκτερεύσαμε στο Ντε Κάστρι, την άλλη μέρα το μεσημέρι, στις 10 Ιουλίου, περάσαμε απέναντι από τον πορθμό Τατάρσκι στις εκβολές του Ντούικα, εκεί όπου βρίσκεται το φρούριο Αλεξάντροφσκι. Ο καιρός αυτή τη φορά ήταν ήπιος, διαυγής, πράγμα που σπάνια συμβαίνει εδώ. Σε μια θάλασσα πραγματικά λάδι κολυμπούσαν ζευγάρια φάλαινες πετώντας ψηλά πίδακες νερού. αυτό το όμορφο, μοναδικό θέαμα μας διασκέδαζε σε όλο μας το ταξίδι. Όμως η ψυχική μου διάθεση, ομολογώ, δεν ήταν σε καλή κατάσταση και, όσο πλησιάζαμε στη Σαχαλίνη, τόσο χειρότερη γινόταν. Ήμουν πολύ ανήσυχος. Ο αξιωματικός που συνόδευε τους στρατιώτες, μαθαίνοντας τον λόγο του ταξιδιού μου, ένιωσε μεγάλη έκπληξη και άρχισε να μου δηλώνει ότι δεν έχω κανένα δικαίωμα να πλησιάσω το κάτεργο και την αποικία αφού δεν ανήκα σε κρατική υπηρεσία. Φυσικά και ήξερα ότι δεν είχα το δικαίωμα, όμως τα πάντα στα λόγια του ήταν τρομερά και φοβόμουν ότι και στη Σαχαλίνη θα συναντούσα το ίδιο ακριβώς βλέμμα.

   Στις εννιά η ώρα που έριξαν την άγκυρα, η τάιγκα της Σαχαλίνης καιγόταν από μεγάλες φωτιές σε πέντε σημεία. Μέσα στο σκοτάδι και τον καπνό, που είχε απλωθεί μέχρι τη θάλασσα, δεν έβλεπα την αποβάθρα και τα κτίρια. Μπόρεσα μόνο να διακρίνω αμυδρά τα φώτα του φρουρίου, δύο απ' τα οποία ήταν κόκκινα. Ήταν μια τρομαχτική εικόνα, άγρια αποκομμένη από τα σκοτάδια, τις σιλουέτες των βουνών, τον καπνό, τις φλόγες και τις σπίθες της φωτιάς, μια εικόνα σχεδόν απόκοσμη. Στα αριστερά του πλάνου μαίνονταν τερατώδεις πυρκαγιές. Από τα βουνά ανέβαιναν ψηλά στον ουρανό βυσσινιές λάμψεις από τις μακρινές φωτιές. Έμοιαζε σαν να καίγεται ολόκληρη η Σαχαλίνη. Στα δεξιά, σαν μια βαριά σκοτεινή μάζα, πρόβαλε από τη θάλασσα το ακρωτήριο Ζόνκερ, που μοιάζει με αυτό του Αγίου Νταγκ της Κριμαίας. Στην κορυφή του φεγγοβολούσε ο φάρος και κάτω, στη θάλασσα, ανάμεσα σε μας και την ακτή, διακρίνονταν τρεις μυτερές ξέρες, τα τρία αδέρφια. Και όλα αυτά μέσα στον καπνό, σαν τον ?δη.

   Στο ατμόπλοιο πλησίασε μια άκατος που έσερνε πίσω της μια μαούνα. είχε φέρει καταδίκους για να ξεφορτώσουν το ατμόπλοιο. Ακούγονταν τατάρικες ομιλίες και βρισιές.

   --Μην τους αφήνετε στο πλοίο! Ήρθε μια κραυγή από την άκρη του. Μην τους αφήνετε! Όλη νύχτα εδώ πέρα θα το καταληστέψουν!

   --Εδώ στο Αλεξάντροφσκι είναι σχετικά καλά, μου είπε ο μηχανικός προσέχοντας πόσο κακή εντύπωση μου έκανε η ακτή. Πού να δείτε το Ντούε! Εκεί η ακτή είναι εντελώς κάθετη, με σκοτεινές χαράδρες και ανθρακοφόρα κοιτάσματα... Ζοφερή ακτή! Κάποτε πήραμε με το «Βαϊκάλη» για το Ντούε γύρω στους τριακόσιους καταδίκους. Να 'βλεπες πόσοι απ' αυτούς έκλαιγαν κοιτάζοντας την ακτή...

   --Όχι μόνο αυτοί, κι εμείς εδώ κατάδικοι είμαστε, είπε τρέμοντας ο διοικητής. Τώρα είναι ήρεμα, αλλά πρέπει να δεις το φθινόπωρο. Αέρας, χιονοθύελλα, παγωνιά, τα κύματα χτυπούν στα πλευρά του πλοίου, παίζεις με τον θάνατο!

   Έμεινα να διανυκτερεύσω στο ατμόπλοιο. Νωρίς το πρωί, στις πέντε, με ξύπνησαν δυνατές φωνές: «Γρήγορα, γρήγορα! Η άκατος πάει για τελευταία φορά στην ακτή! Φεύγουμε!». Μετά από ένα λεπτό είχα μπει στην άκατο. Κοντά μου καθόταν ένας νεαρός υπάλληλος με θυμωμένο, νυσταλέο πρόσωπο. Η άκατος σφύριξε, ενώ εμείς βγαίναμε στην ακτή σέρνοντας πίσω μας δύο μαούνες με καταδίκους. Η εξάντληση από την ολονύκτια δουλειά και το ξενύχτι τούς είχε κάνει υποτονικούς και κακόκεφους. Όλη την ώρα ήταν σιωπηλοί. Τα πρόσωπά τους ήτανε σκεπασμένα με πάχνη. Μου έφεραν στον νου κάτι Καυκάσιους με έντονα χαρακτηριστικά και γούνινες σάπκες κατεβασμένες μέχρι τα φρύδια.

   --Επιτρέψτε μου να συστηθώ, μου είπε ο Ντ., ένας χαμηλόβαθμος κρατικός υπάλληλος.

   Αυτός ήταν η πρώτη μου γνωριμία στη Σαχαλίνη. Ποιητής, συγγραφέας του επικριτικού ποιήματος «σαχαλινό», το οποίο άρχιζε ως εξής: «Έλα, πες, δόκτορα, όχι χωρίς λόγο...». Μετά ερχόταν συχνά στο σπίτι μου και κάναμε περιπάτους στο Αλεξάντροφσκι και στις παρυφές του φρουρίου, λέγοντας ανέκδοτα ή διαβάζοντας χωρίς τελειωμό δικά του ποιήματα. Τις μεγάλες χειμωνιάτικες νύχτες συνήθιζε να γράφει φιλελεύθερα διηγήματα, και ενίοτε σου επεσήμαινε ότι είναι κρατικός υπάλληλος που κατέχει ένα σπουδαίο αξίωμα. Όταν μια γυναίκα που πήγε στο σπίτι του για δουλειά τον αποκάλεσε «κύριο Ντ.», εκείνος ενοχλήθηκε και της φώναξε θυμωμένα: «Εγώ για σένα δεν είμαι ο κύριος Ντ. Αλλά ο εντιμότατος!». Όταν στον δρόμο προς την ακτή τον ρώτησα για τη ζωή στη Σαχαλίνη, για το πώς και το γιατί, εκείνος ξεφύσηξε και είπε: «θα δείτε!». Ο ήλιος ήταν ήδη ψηλά. εκείνο που χθες ήταν απειλητικό, σκοτεινό και στοίχειωνε τη φαντασία τώρα σε βύθιζε στο μεγαλείο του πρωινού. Το μεγάλο, άγαρμπο Ζόνκερ με τον φάρο, τα τρία αδέρφια και οι ψηλές απότομες ακτές, που φαίνονται από δεκάδες χιλιόμετρα μακριά, η διάφανη ομίχλη στα βουνά και ο καπνός από την πυρκαγιά έδιναν μαζί με τη λάμψη του ήλιου και της θάλασσας μια εικόνα αρκετά όμορφη.

   Εδώ δεν υπάρχει λιμάνι και οι ακτές είναι επικίνδυνες, πράγμα που επιβεβαιώθηκε τραγικά με το σουηδικό ατμόπλοιο «?τλας», που συνετρίβη λίγο πριν την άφιξή μου και τώρα κείτεται στην ακτή. Τα ατμόπλοια σταματούν συνήθως ένα χιλιόμετρο μακριά από την ακτή και πλησιάζουν πολύ σπάνια. αποβάθρα υπάρχει, όμως είναι κατάλληλη μόνο για ατμακάτους και μαούνες. Είναι μεγάλη, με ένα κτίσμα μερικών μέτρων, που εκτείνεται στη θάλασσα σε σχήμα Τ. Χοντροί κορμοί από αειθαλή δέντρα είναι μπηγμένοι στον πυθμένα σχηματίζοντας κουτιά, που είναι γεμάτα πέτρες. Στο σανιδένιο πάτωμα, κατά μήκος της αποβάθρας, υπάρχουν ράγες για βαγονέτα. Στο μεγάλο άκρο του βρίσκεται ένα χαριτωμένο σπιτάκι -το γραφείο του λιμανιού- κι εδώ ακριβώς υπάρχει ένα μαύρο κοντάρι. Η εγκατάσταση είναι γερή αλλά προχειροφτιαγμένη. Όταν έχει δυνατή θύελλα, όπως λένε, το κύμα φτάνει μερικές φορές μέχρι το παράθυρο του μικρού σπιτιού, οι σταγόνες πετάνε μέχρι την κορυφή του κονταριού και συνάμα τραντάζεται ολόκληρη η αποβάθρα.

   Κοντά στην αποβάθρα κατά μήκος της ακτής περιπλανιόνταν, προφανώς χωρίς να κάνουν κάποια συγκεκριμένη δουλειά, καμιά πενηνταριά κατάδικοι. Μερικοί ήτανε με μακριά παλτά, άλλοι με ζακέτες ή σακάκια από γκρίζο κετσέ. Με την εμφάνισή μου ολόκληρη η πενηντάδα έβγαλε τη σάπκα -κανείς λογοτέχνης μέχρι σήμερα δεν πρέπει να έχει τύχει τέτοιας τιμής. Στην ακτή έστεκε κάποιο άλογο για να το ζέψουν στο αμάξι. Οι κατάδικοι φόρτωσαν τις βαλίτσες μου, κι ένας άντρας με μαύρη γενειάδα, με σακάκι και πουκάμισο έξω από το παντελόνι ανέβηκε στο κάθισμα του αμαξιού. Φύγαμε.

   --Για πού διατάζετε, εντιμότατε; είπε ανασηκώνοντας τη σάπκα.

   Ρώτησα αν εδώ γύρω νοικιάζεται κανένα διαμέρισμα ή έστω ένα δωμάτιο.

   --Ακριβώς εκεί θα πάμε, εντιμότατε.

   Για δύο χιλιόμετρα από την αποβάθρα ως το φρούριο Αλεξάντροφσκι πέρασα από μια υπέροχη λεωφόρο. Σε σύγκριση με τους σιβηρικούς δρόμους, αυτή η καθαρή ομαλή λεωφόρος με τα ρείθρα στο πλάι και τα φανάρια έμοιαζε πολυτελής. Δίπλα της βρίσκεται η σιδηροδρομική γραμμή. Αλλά η φύση στον δρόμο σε εκπλήσσει με τη φτώχεια της. Μέχρι επάνω στα βουνά και τους λόφους, που περιβάλλουν την κοιλάδα του Αλεξάντροφσκι, στην οποία κυλάει ο Ντούικα, υπάρχουν καμένα ριζοκούτσουρα ή καμένα δέντρα, που τα κλαδιά τους μοιάζουν με τις βελόνες του σκαντζόχοιρου, κορμοί πεύκων ξεραμένοι από τον αέρα και τη φωτιά, και κάτω στην κοιλάδα γήλοφοι και σάπια χορταρικά, υπόλοιπα ενός προϋπάρχοντος απροσπέλαστου έλους. Το φρέσκο χώμα στα ρείθρα αποκαλύπτει τη μιζέρια του βαλτώδους κατακαμένου εδάφους, που καλύπτεται από μια μισοπηγμένη, σαν κρέμα, στρώση μαύρης γης. Ούτε πεύκα ούτε δρύες ούτε σφεντάμια, υπάρχει μόνο το αγριόπευκο, αδύνατο και καταφαγωμένο, που δεν είναι το στολίδι των δασών και των πάρκων σαν το δικό μας στη ρωσία, αλλά δείγμα άγριου, ελώδους εδάφους και σκληρού κλίματος.

   Το φρούριο Αλεξάντροφσκι ή, εν συντομία, Αλεξάντροφσκι είναι ένα δείγμα όμορφης μικρής πόλης σιβηρικού τύπου με περίπου τρεις χιλιάδες κατοίκους. Εδώ δεν υπάρχει ούτε μία πέτρινη κατασκευή. Τα πάντα -η εκκλησία, τα σπίτια, ακόμα και τα πεζοδρόμια- είναι φτιαγμένα από ξύλο, κυρίως αγριόπευκο. Η πόλη είναι η πρωτεύουσα της Σαχαλίνης. Εδώ βρίσκεται και η κατοικία του διοικητή του νησιού. Η φυλακή, που είναι κοντά στην κύρια οδό, μοιάζει περισσότερο με στρατώνα, και το Αλεξάντροφσκι δεν έχει καθόλου τον θλιβερό και άγριο χαρακτήρα που περίμενα να συναντήσω.

   Ο αμαξάς με πήγε στις παρυφές της πόλης, σε μια συνοικία όπου βρισκόταν το σπίτι του εξόριστου αγρότη Π. Εκεί μου έδειξαν το διαμέρισμα. είχε μια κυκλική αυλή και η στέγη και το πάτωμα ήταν στρωμένα με ξύλα κατά τα σιβηρικά πρότυπα. Το σπίτι είχε πέντε καθαρά ευρύχωρα δωμάτια αλλά ούτε ίχνος από έπιπλα. Η σπιτονοικοκυρά, μια ζωηρή νέα κοπέλα, έφερε ένα τραπέζι κι ύστερα από πέντε λεπτά ένα σκαμνί.

   --Αυτό το διαμέρισμα θα σας στοιχίσει μαζί με τα ξύλα για τη θέρμανση είκοσι δύο ρούβλια και χωρίς τα ξύλα δεκαπέντε, μου είπε.

   Και, όταν μία ώρα αργότερα έφερε το σαμοβάρι, είπε μ' έναν αναστεναγμό:

   --Ήρθατε στου διαόλου το κέρατο!

   Είχε έρθει εδώ κοριτσάκι με τη μητέρα της μαζί με τον κατάδικο πατέρα της, ο οποίος δεν είχε ακόμα εκτίσει την ποινή του. Ήταν παντρεμένη μ' έναν εξόριστο αγρότη, ένα άχαρο γεροντάκι που το είδα φευγαλέα μπαίνοντας. Ήταν ξαπλωμένος κάτω από τη σκεπή της αυλής, γόγγυζε και έμοιαζε άρρωστος.

   --Τώρα στα μέρη μας, στην περιφέρεια του ταμπόφ, θερίζουν, είπε η νοικοκυρά. Μακάρι τα μάτια μου να μην είχανε δει αυτόν εδώ τον τόπο.

   Και πράγματι, το μέρος αυτό δεν είχε τίποτε ενδιαφέρον να κοιτάξεις. Από το παράθυρο φαίνονταν βραγιές με λάχανα, γύρω τους υπήρχαν άσχημα αυλάκια, στο βάθος έβλεπες ένα αδύνατο, μαραμένο αγριόπευκο. Βογκώντας και κρατώντας τα πλευρά του μπήκε ο σπιτονοικοκύρης και άρχισε να μου παραπονιέται για την κακή σοδειά, το κρύο κλίμα και την άγονη γη. Τελείωσε την ποινή του στο κάτεργο, έληξε και ο εκτοπισμός του, τώρα διέθετε δύο σπίτια, άλογα και αγελάδες, είχε πολλούς εργάτες και ο ίδιος δεν έκανε τίποτε. Αν και παντρεύτηκε τη νεαρή κοπέλα και, το κυριότερο, είχε πια το δικαίωμα να επιστρέψει στην ηπειρωτική χώρα, αυτός παραπονιόταν.

Άλλα βιβλία του συγγραφέα